- τριζοκοπώ
- τριζοκόπησα, τρίζω συνέχεια: Τριζοκοπούν τα δόντια του μισή ώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριζοκοπώ — άω, Ν τρίζω συνεχώς και παρατεταμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + κοπώ (< κόπος), πρβλ. λαμπο κοπώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα] … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
τριζοκόπημα — το, Ν [τριζοκοπώ] συνεχές παρατεταμένο τρίξιμο … Dictionary of Greek
τριζομανώ — τριζομάνησα, τριζοκοπώ (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)